-
1 καταβάλλω
Aκάββαλε Od. 6.172
, Hes.Th. 189, etc.; imper.καββαλόντων Foed.Delph.Pell.1
B 14:—throw down, overthrow, ;ἐς μέσσον κ. τι 15.357
; ;ἐπ' ἀκτῆς Il.23.125
(tm.); , etc.; κ. [ τινὰ]ἐνθάδε Od.6.172
; κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα, Hdt.1.17, 8.109;τεῖχος Th.7.24
;κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.HG5.2.41
;ἀπ' ἐλπίδος Pl.Euthphr. 15e
; κ. ἐς τὸ μηδέν to bring down to nothing, opp. ἐξᾶραι ὑψοῦ, Hdt.9.79; κάββαλλε τὸν Χείμωνα confound, defy the storm, Alc.34.3.3 strike down with a weapon, slay, Il.2.692(tm.), Hdt.4.64, etc.; by a blow,κ. πατάξας Lys.13.71
; esp. of slaying victims, E.Or. 1603, Isoc.2.20;κ. θῦμα δαίμοσιν E.Ba. 1246
.b [voice] Pass., to be stricken,νόσῳ POxy.1121.9
(iii A.D.).4 throw into prison,κ. τινὰ ἐς ἐρκτήν Hdt.4.146
: generally, throw, bring into a certain state, κ. [ τινὰ]ἐς ξυμφοράς E.IT 606
, Antipho Soph.58; εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν, Pl.Phlb. 15e, Phd. 88c, etc.5 overthrow, refute, οἱ -βάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras:κ. τινά Democr.125
;δόξαν Gal.UP6.20
.6 abuse, bully, Phld.Rh.2.164S.7 cast down or away, cast off, reject, Isoc.12.24: metaph., forget, Ael.Fr. 111; κ. εἴς τι throw away upon a thing, Pl. Lg. 960e:—[voice] Pass., οἱ καταβεβλημένοι despicable fellows, Isoc.12.8; cf. καταβεβλημένως.II let fall, drop,ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν Il.5.343
; κάββαλε νεβρόν, of an eagle, 8.249; of a fawning dog,οὔατα κάββαλεν ἄμφω Od.17.302
; ἴουλον ἀπὸ κροτάφων κ. Theoc.15.85; of sails,καθ' ἱστία λευκὰ βαλόντες Thgn.671
;τἀκάτια Epicr.10
; κατ' ὀφθαλμοὺς ; τὰς ὀφρῦς κ. E.Cyc. 167; κ. τὰ κέρατα droop their feelers, Arist.HA 590b26: in Politics, abandon a measure,καταβάλλοντ' ἐᾶν ἐν ὑπωμοσίᾳ D.18.103
.3 lay down, lay in stores,κ. σιτία Hdt.7.25
:—[voice] Pass., κὰτ ἄσπιδες βεβλήμεναι stored up, Alc.15.5.4 pay down, yield, bring in,ἡ λίμνη καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων Hdt.2.149
;τὰς ἐπικαρπίας τῇ πόλει And.1.92
, cf. Lexib.93.b pay,τἀργύριον Th. 1.27
;τριώβολον Amips.13
;ἀρραβῶνα Men.743
, cf. PRev.Laws48.10(iii B.C.), etc.;τιμήν τινι ὑπέρ τινος Pl.Lg. 932d
, Luc.Vit.Auct. 25; ([place name] Gortyn), PHib.29.6 (iii B.C.); (Cret., found at Delphi); καταβαλών σοι δραχμὴν τῶν βοτρύων for them, Philostr.Her.Praef.1; κ. ζημίαν pay up, discharge a fine, D. 24.83, cf. 59.27:—later in [voice] Med.,μισθὸν καταβαλέσθαι Alciphr.1.12
.5 put in, deposit, in [voice] Pass., :—but usu. in [voice] Med., deposit,γράμματα εἰς κιβωτόν BCH25.100
([place name] Tlos), cf. IG12(1).3.15 ([place name] Rhodes); ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ δημόσια γράμματα Docum. ap. D.18.55;λόγους IG7.2850
([place name] Haliartus); (Cret., found at Teos).6 throw down seed, sow, Men. Georg.37, cf. καταβλητέον; κ. τὸ σπέρμα, of the male, Epicur.Nat.908.1:—[voice] Pass., Placit.5.7.4, Sor.1.33, Ocell.4.14: metaph.,σπέρμα κ. τοιούτων πραγμάτων D.24.154
; κ. φάτιν ὡς.. spread abroad a rumour, Hdt.1.122, cf.E.HF 758(lyr.).7 lay down as a foundation, mostly in [voice] Med., : esp. metaph., - βαλλομένα μέγαν οἶκτον beginning a lament (cf. infr. 8), E. Hel. 164(lyr.);Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Str. 17.3.22
;καταβαλέσθαι τοὐπτάνιον Sosip.1.39
;ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοθεσίαν D.S.12.20
;τὴν Στωϊκῶν αἵρεσιν Plu.2.329a
: hence generally, to be the author of, commit to writing, ; λόγον Darius ap.D.L.9.13;φλυαρίας Gal.7.476
:— [voice] Pass.,ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ.. ὀρθῶς E.HF 1261
: freq. metaph.,δεδημοσιωμένα που καταβέβληται Pl.Sph. 232d
;πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ -βέβληνται Arist.EN 1096a10
; καταβεβλημέναι μαθήσεις fundamental, established, Arist.Pol. 1337b21; τὰ κ. παιδεύματα ib. 1338a36, cf. Phld.Rh.1.27S.8 c. inf., γάμον καταβάλλομ' ἀείδειν I begin my song of, Call.Fr. 196.2 like καταβαίνω 11.1, arrive at in a course of lectures,εἰς Γοργίαν Dam.Isid.54
.B intr., fall,εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν Pl.Ep. 344c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβάλλω
-
2 καταβαλλω
(fut. καταβαλῶ, aor. 2 κατέβαλον - эп. 3 л. sing. κάββαλε)1) выпускать из рук, ронять(ἀπὸ ἕο υἱόν Hom.)
; выпускать из когтей, бросать вниз(νεβρόν Hom.)
2) опускать вниз:(Ἄργος) οὔατα κάμβαλεν (= κάββαλεν) ἄμφω Hom. ( увидев хозяина)
, Аргос опустил оба уха; κ. τὰς ὀφρῦς Eur. опустить брови, т.е. разгладить чело, повеселеть3) отращивать, отпускать(ἴουλον ἀπὸ κροτάφων Theocr.)
4) бросать, сеять(εἰς γῆν φυτὸν καὴ σπέρμα Plat.)
5) сбрасывать, сталкивать, опрокидывать(τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου Xen.; ἐπὴ χθονί, ἐνὴ πόντῳ Hes.; ἐν πάλῃ, sc. τὸν ἀντίπαλον Plat.; καταβαλλόμενοι, ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι NT.)
κ. ἀπ΄ ἐλπίδος Plat. — лишать надежды, приводить в уныние6) низвергать, разрушать, сносить(τὰ οἰκήματα, τὰ τῶν θεῶν ἀγάλματα Her.)
7) свергать, низводить(τινὰ εἰς τὸ μηδέν Her.)
8) валить, срубать(τὰ δενδρα Arst.)
9) умерщвлять, убивать(πολλοὺς Λακεδαιμονίων Her.; ἐάν τις ξύλῳ ἢ μαχαίρᾳ πατάξας καταβάλῃ Lys.)
10) сваливать, складывать(φιτροὺς ἐπ΄ ἀκτῆς Hom.)
11) приносить или закалывать в жертву(σφάγια, τὸ θῦμα δαίμοσιν Eur.)
12) распускать, распространять(φάτιν Her.; αἱ καταβεβλημέναι νῦν μαθήσεις Arst.)
13) ввергать, помещать, заключать(τινὰ ἐς ἑρκτήν Her.)
14) повергать, ввергать, приводить(εἰς συμφοράς Eur.; τινὰ εἰς φόβον, εἰς δόξαν, εἰς ἀπιστίαν Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς φθόνον Plat. — поддаться чувству зависти15) отвергать, отбрасывать прочьκατέβαλεν ὃ ἔλαβεν, ὡς ἕτερον ληψόμενος Xen. — он отбросил (кусок), который взял, чтобы выбрать другой;
οἱ καταβεβλημένοι Isocr. — пропащие люди, отверженные16) откладывать в сторону(τοὺς σκίπωνας Arph.)
17) устанавливать, ставить(κρεῖον ἐν πυρὸς αὐγῇ Hom.)
18) доставлять, накапливать(κ. σιτία τῇ στρατιῇ Her.)
19) доставлять (в виде дохода), давать, приносить(ἐπ΄ ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον Her.)
20) вносить, платить, уплачивать(τἀργύριον Thuc.; τιμήν τινι ὑπέρ τινος Plat.; ζημίας Dem.)
21) давать, предоставлять(μαρτυρίαν Dem.; γεγραμμένα Plat.)
καταβάλλεσθαι εἰς τὰ δημόσια γράμματα Dem. — сдать свои документы в государственный архив;πολλοὴ λόγοι πρὸς αὐτὰ καταβέβληνται Arst. — в пользу этого приведены многие доводы22) преимущ. med. (тж. κ. θεμέλιον NT.) закладывать основы, основывать, класть начало (чему-л.), подготовлять(μέγαν οἶτον Eur.)
τέν τῆς ναυπηγίας ἀρχέν καταβάλλεσθαι Plat. — набрасывать основную схему постройки корабля;ὅ Στωϊκῶν αἵρεσιν καταβαλόμενος Plut. — (Зенон), положивший начало школе стоиков;ὅταν κρηπὴς καταβληθῇ ὀρθῶς Eur. — когда основа хорошо заложена
См. также в других словарях:
καταβάλλω — (AM καταβάλλω) 1. ρίχνω κάποιον ή κάτι κάτω, καταρρίπτω 2. (σχετικά με χρήματα) καταθέτω, πληρώνω, κάνω πληρωμές νεοελλ. 1. (για νόσο) εξαντλώ, εξασθενίζω, καταπονώ 2. φρ. α) «καταβάλλω κόπους (ή μόχθους)» κοπιάζω πολύ, μοχθώ πολύ β. «καταβάλλω… … Dictionary of Greek